- βιβλιονόμος
- οο βιβλιοθηκονόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -νόμος < νέμω (πρβλ. βιβλιοθηκονόμος, αστυνόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αχιλλέα Ποστολάκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιονομία — η [βιβλιονόμος] η βιβλιοθηκονομία … Dictionary of Greek
Συκουτρής, Ιωάννης — Κλασικός φιλόλογος, βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής και φιλόσοφος (Σμύρνη 1901 Ακροκόρινθος 1937). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της γενέτειρας του, στο πανεπιστήμιο της Αθήνας (1919 1922) και στα πανεπιστήμια της Λιψίας και του Βερολίνου (1925… … Dictionary of Greek